πονήρευμα

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονήρευμα Medium diacritics: πονήρευμα Low diacritics: πονήρευμα Capitals: ΠΟΝΗΡΕΥΜΑ
Transliteration A: ponḗreuma Transliteration B: ponēreuma Transliteration C: ponirevma Beta Code: ponh/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A villainies, D.19.257, D.H.6.84: sg., Jul.Or.3.115a.    II Medic., in sg., bad state or condition, Gal.19.138.

German (Pape)

[Seite 680] τό, böse Handlung; Dem. 25, 60; D. Hal. 6, 84.

Greek (Liddell-Scott)

πονήρευμα: τό, πανοῦργον τέχνασμα, ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mauvaise action.
Étymologie: πονηρεύομαι.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν πονηρεύω / πονηρεύομαι]]
(κυρίως στον πληθ.) τα πονηρεύματα
πανούργο τέχνασμα, πονηρή πράξη, κατεργαριά
αρχ.
ιατρ. κακή ψυχική διάθεση ή φυσική κατάσταση.