προσερέσθαι
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
aor. 2 inf., fut.
A -ερήσομαι Hsch., Phot., Suid.:—ask besides, τινά τι Pl.Prt.311e, Demod.382c.
Greek (Liddell-Scott)
προσερέσθαι: ἀόρ. β΄ ἀπαρ. μετὰ μέλλ. -ερήσομαι· μέσ.· ― ἐρωτᾶν προσέτι, Πλάτ. Πρωτ. 311Ε, Τίμ. 50Α.
French (Bailly abrégé)
demander en outre.
Étymologie: πρός, ἐρέσθαι.
Greek Monotonic
προσερέσθαι: απαρ. αορ. βʹ με μέλ. -ερήσομαι — Μέσ., ρωτώ επιπλέον, σε Πλάτ.