πολύφθορος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].