σκωλοβατίζω
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
A walk on stilts, Epich.112; cf. ἀσκωλιάζω.
German (Pape)
[Seite 909] = ἀσκωλιάζω, Epicharm. im E. M 155, 39.
Greek (Liddell-Scott)
σκωλοβᾰτίζω: βαδίζω ἐπὶ ὑψηλῶν ξύλων ἐχόντων προεξοχήν τινα ἐφ’ ἧς στηρίζεται ὁ πούς, περιπατῶ μὲ ξυλοπόδαρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 155. 39· πρβλ. ἀσκωλιάζω.
French (Bailly abrégé)
marcher avec des échasses.
Étymologie: σκῶλος, βαίνω.
Greek Monolingual
Α
βαδίζω με ξυλοπόδαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶλος «πάσσαλος, παλούκι» + -βατίζω (< -βάτης < βαίνω)].