στασιωτικός

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιωτικός Medium diacritics: στασιωτικός Low diacritics: στασιωτικός Capitals: ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stasiōtikós Transliteration B: stasiōtikos Transliteration C: stasiotikos Beta Code: stasiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to faction, seditious, κατὰ τὸ σ. Th.4.130; καιροί Id.7.57; λόγοι Id.8.92; -κὸν τὸ μὴ ὁμόφυλον Arist.Pol. 1303a25. Adv. -κῶς Pl.Phdr.263a, Arist.Pol.1306a38 (v.l. for -αστικῶς).

German (Pape)

[Seite 930] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, καιρός Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, στασιαστικός, κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d’une sédition.
Étymologie: στασιώτης.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στασιώτης
1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.)
2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.).