χιλιοτάλαντος

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοτάλαντος Medium diacritics: χιλιοτάλαντος Low diacritics: χιλιοτάλαντος Capitals: ΧΙΛΙΟΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: chiliotálantos Transliteration B: chiliotalantos Transliteration C: chiliotalantos Beta Code: xiliota/lantos

English (LSJ)

[τᾰ], ον,

   A weighing or worth a thousand talents, ναοί, μύδροι, Plu.Per.12, 2.924a; ὀφρῦς ἔχον χ., Com. phrase, Alex. 116.7.

German (Pape)

[Seite 1356] tausend Talente schwer od. werth; οὐσία Alexis bei Ath. VI, 237 c; Plut. Pericl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν χιλίων ταλάντων, Πλουτ. Περικλ. 12., 2.924Α· ὀφρῦς ἔχων χιλιοταλάντους, κωμικὴ φράσις ἐν Ἀλέξιδος «Κυβερνήτῃ» 1. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pèse ou vaut mille talents.
Étymologie: χίλιοι, τάλαντον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + τάλαντον (πρβλ. δεκα-τάλαντος)].