συναπολαμβάνω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολαμβάνω Medium diacritics: συναπολαμβάνω Low diacritics: συναπολαμβάνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synapolambánō Transliteration B: synapolambanō Transliteration C: synapolamvano Beta Code: sunapolamba/nw

English (LSJ)

   A receive in common or at once, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.An.7.7.40.    II Pass., to be entirely suppressed, Hp.Prorrh.2.24.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. λαμβάνω), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, μάλιστα πρᾶγμα ἐφ’ οὗ ἔχω δικαίωμα, ὅμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.

French (Bailly abrégé)

recevoir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπολαμβάνω.

Greek Monolingual

Α
1. λαμβάνω από κοινού ή συγχρόνως
2. παθ. συναπολαμβάνομαι
καταστέλλομαι ολοσχερώς.