συνεπιφάσκω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιφάσκω Medium diacritics: συνεπιφάσκω Low diacritics: συνεπιφάσκω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: synepipháskō Transliteration B: synepiphaskō Transliteration C: synepifasko Beta Code: sunepifa/skw

English (LSJ)

   A assent also, Plu.2.63c.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφάσκω: ἐπιφάσκω ὁμοῦ, ἐπιβεβαιῶ ὅ,τι λέγει τις, λέγω ναὶ εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ, τὸν κόλακα φωράσας ἀεὶ συνεπιφάσκοντα Πλούτ. 2. 63C.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
parler comme un autre, être du même avis.
Étymologie: σύν, ἐπιφάσκω.

Greek Monolingual

Α
συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»].