τράμις

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράμις Medium diacritics: τράμις Low diacritics: τράμις Capitals: ΤΡΑΜΙΣ
Transliteration A: trámis Transliteration B: tramis Transliteration C: tramis Beta Code: tra/mis

English (LSJ)

[ᾰ] (not found in gen. sg.), ἡ,

   A the perineum or line which divides the scrotum and runs on to the breech, Archil.195, Hippon. 84, Ar.Th.246, Ruf.Onom.101, Luc.Lex.2:—the acc. τράμιν has a long ι, if Hippon. l.c. is sound; the acc. τράμην in EM763.56 is f.l. for τράμιν, cf. Sch.Luc.p.191 R.

German (Pape)

[Seite 1134] ἡ, der enge Raum zwischen den Beinen, vom After bis zur Schaam, sonst ὄῤῥος u. περίναιον; accus. τράμιν; Ar. Th. 246; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τράμις: ἡ, τὸ περίνεον, μεταξὺ τοῦ πρωκτοῦ καὶ τῶν αἰδοίων μέρος, πρβλ. ὑπόταυρον, Ἀρχίλ. 184, Ἀριστοφ. Θεσμ. 246, Λουκ. Λεξιφ. 2· ― καὶ τράμη, Ἱππῶν. 81. ― Πρβλ. Foës O. con. Hipp. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τράμις· τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας, ὁ ὄρρος. τινὲς ἔντερον. οἱ δὲ ἰσχίον».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acc. ιν;
le périnée.
Étymologie: DELG pas d’étym. claire.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. το μεταξύ του πρωκτού και του αιδοίου τμήμα, το περίνεο
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας»
β) «ὁ ὄρρος»
γ) «τινὲς ἔντερον»
δ) «ἰσχίον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή της λ. στη ρίζα τών τείρω, τετραίνω, τόρμος παραμένει ανεπιβεβαίωτη].