ὑποφαρμάσσω

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφαρμάσσω Medium diacritics: ὑποφαρμάσσω Low diacritics: υποφαρμάσσω Capitals: ΥΠΟΦΑΡΜΑΣΣΩ
Transliteration A: hypopharmássō Transliteration B: hypopharmassō Transliteration C: ypofarmasso Beta Code: u(pofarma/ssw

English (LSJ)

Att. ὑποφαρμάττω,

   A spice, drug, adulterate, [οἶνον] Plu.2.614b, cf. 672b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφαρμάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, παρασκευάζω ἢ ἀναμιγνύω ὀλίγον μὲ φάρμακα ἢ ἀρώματα, νοθεύω ὀλίγον, οἶνον Πλούτ. 2. 614Β, πρβλ. 672Β.

French (Bailly abrégé)

mêler des drogues, travailler, altérer.
Étymologie: ὑπό, φαρμάσσω.

Greek Monolingual

και ὑποφαρμάττω Α
ανακατεύω κάτι με φάρμακα ή με αρωματικές ουσίες («Ἑλένην ὑποφαρμάττουσαν τὸ ἄκρατον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φαρμάσσω «χρησιμοποιώ φάρμακα, θεραπεύω ή φαρμακώνω» (< φάρμακον)].