φωνητός

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνητός Medium diacritics: φωνητός Low diacritics: φωνητός Capitals: ΦΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: phōnētós Transliteration B: phōnētos Transliteration C: fonitos Beta Code: fwnhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be spoken, ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός AP6.210 (Philet.).    II utterable, τὸ ἔσχατον φ., opp. τὸ πρῶτον ἀκουστόν, Nicom.Harm.2.

Greek (Liddell-Scott)

φωνητός: -ή, -όν, λεκτός, ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut dire.
Étymologie: φωνέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φωνῶ
αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο λεκτός («ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», Ανθ. Παλ.).