κοινωνία
English (LSJ)
ἡ,
A communion, association, partnership, κ. μαλθακά Pi.P.1.97; οὔτε φιλία ἰδιώταις οὔτε κ. πόλεσιν Th.3.10; ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., φιλία οὐκ ἂν εἴη Pl.Grg.507e; ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις Id.Lg.861e, cf. Smp.182c; ἡ περὶ . . ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. ib.188c; ἐν διαλύσει τῆς κ. Id.R.343d; ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσι, viz. co-education, ib.466c; ἀνθρωπίνη κ. human society, Id.Plt.276b; ἡ κ. ἡ πολιτική Arist.Pol.1252a7; αὕτη ἡ κ., of marriage, ib.1334b33; πόλις ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. ib.1281a1; fellowship, Act. Ap.2.42, al.; ἡ πρὸς τὸν Δία κ. Arr.Epict.2.19.27. b joint-ownership, PLond.2.311.2 (ii A.D.), etc. 2 c. gen. objecti, λυγραὶ . . τῶν ὅπλων κ. E.HF1377; γάμων Pl.Lg.721a; γυναικῶν Id.R.461e; ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. συνδεῖ ib.462b; τῶν πόνων Id.Ti.87e; βοηθείας καὶ φιλίας D.9.28; βίου, of marriage, BGU1051.9 (Aug.); ἡ κ. τοῦ ἁγίου πνεύματος 2 Ep.Cor.13.14 (later, of Holy Communion, Just. Nov.7.11); κ. τῶν ἱερῶν Supp.Epigr.4.247 (Panamara); τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; what have herdsmen to do with the sea? E.IT254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; Ar.Th.140; λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινά Alex.296; opp. ἀκοινωνησία, Dam.Pr.423. II sexual intercourse, E.Ba.1276; γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Amphis 20.3. III charitable contribution, alms, Ep.Rom.15.26, Ep.Hebr.13.16, Jahresh.4 Beibl.37. 2 charitable disposition, opp. πλεονεξία, Corp.Herm.13.9. IV Pythag. name for 2, Theol.Ar.8.
German (Pape)
[Seite 1470] ἡ, Theilnahme, Gemeinschaft, Umgang; μαλθακαί Pind. P. 1, 97, λυγραὶ τῶνδ' ὅπλων κοινωνίαι Eur. Herc. F. 1377; τίς θαλάσσης βουκόλοις κοινωνία; I. T. 254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κοινωνία; Ar. Th. 147; πρὸς ἀλλήλους Plat. Conv. 188 c; ἡδονῆς τε καὶ λύπης Rep. V, 462 b; καὶ σύμμιξις τῶν γάμων Legg. VI, 721 a; καὶ ὁμιλίαι IX, 861 e; Folgde. Vom ehelichen Umgange, Eur. Bacch. 1277; γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Amphis bei Ath. III, 69 c; Sp.