κοπίδερμος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὁ,
A = μαστιγίας, Gloss.
Greek Monolingual
κοπίδερμος, -ον (ΑM)
μσν.
(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί περιτομή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ό κοπίδερμος
άτομο άξιο μαστιγώματος, δούλος, μαστιγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + δέρμα].