κορδύλη

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδύλη Medium diacritics: κορδύλη Low diacritics: κορδύλη Capitals: ΚΟΡΔΥΛΗ
Transliteration A: kordýlē Transliteration B: kordylē Transliteration C: kordyli Beta Code: kordu/lh

English (LSJ)

[ῡ, cf. Lat.

   A cordȳla, Mart.3.2.4, al.: κορδύλα EM485.39], ἡ, club, cudgel, Hsch.    2 bump, swelling, Semon.35, EM310.49.    II wrapping for the head, head-dress, in Cyprian, Sch.Ar. Nu.10, EM310.51.    III = σκορδύλη, Str.12.3.19; κορύδῡλις [ρῠ] in Numen. ap. Ath.7.304e.

Greek (Liddell-Scott)

κορδύλη: ῠ, ἡ, κορύνη, ῥόπαλον, Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως, ὅμοιον τῷ τύλη, οἴδημα, ὄγκωμα, Λατ. tuber, tumor, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. 310. 50. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, ἐν τῇ Κυπριακῇ διαλέκτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὅθεν ἐγκεκορδυλημένος παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. = σκορδύλη, Στράβ. 549, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 120F· κορύδυλις Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C.