Μάγος
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, Magian, one of a Median tribe, Hdt.1.101, Str. 15.3.1: hence, as belonging to this tribe, 2 one of the priests and wise men in Persia who interpreted dreams, Hdt.7.37, al., Arist.Fr. 36, Phoen.1.5, Ev.Matt.2.1. 3 enchanter, wizard, esp. in bad sense, impostor, charlatan, Heraclit.14, S.OT387, E.Or.1498 (lyr.), Pl.R.572e, Act.Ap.13.6, Vett. Val.74.17: also fem., Luc.Asin.4, AP 5.15 (Marc. Arg.). II μάγος, ον, as Adj., magical, μάγῳ τέχνῃ πράττειν τι Philostr.VA1.2; κεστοῦ φωνεῦσα μαγώτερα AP5.120 (Phld.). (Opers. maguš 'Magian'.)
Greek (Liddell-Scott)
Μάγος: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Μηδικὴν φυλὴν τῶν μάγων, Ἡρόδ. 1. 101. Στράβ. 727· - ἐντεῦθεν: 2) ὁ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν Περσῶν, οἵτινες ἡρμήνευον ὀνείρους, Ἡρόδ. 7. 37, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 8, 30. 3) πᾶς ὁ μετερχόμενος τὸν γόητα, μάγος, ἐντεῦθεν, πλάνος, ὀπατεών, ὡς τὸ γόης, Σοφ. Ο. Τ. 387· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1497, Πλάτ. Πολ. 572Ε· ὡσαύτως θηλ., Ἀνθ. Π. 5. 16, Λουκ. Ὄν. 4. ΙΙ. μάγος, ον, ὡς ἐπίθετ., μαγικός, μάγῳ τέχνῃ ποιεῖν τι Φιλόστρ. 4· κεστοῦ μαγώτερα Ἀνθ. Π. 5. 121. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ μέγας ὃ ἴδε).