μαρμαρογλύπτης
From LSJ
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
English (LSJ)
ου, ὁ, =
A marmorum sculptor, Gloss.
Greek Monolingual
ο (Α μαρμαρογλύπτης)
μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύπτης.