μαρμαρογλύπτης

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρογλύπτης Medium diacritics: μαρμαρογλύπτης Low diacritics: μαρμαρογλύπτης Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΓΛΥΠΤΗΣ
Transliteration A: marmaroglýptēs Transliteration B: marmaroglyptēs Transliteration C: marmaroglyptis Beta Code: marmaroglu/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, =

   A marmorum sculptor, Gloss.

Greek Monolingual

ο (Α μαρμαρογλύπτης)
μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύπτης.