μελλόγαμβρος
From LSJ
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
English (LSJ)
ὁ,
A about to be a brother-in-law, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μελλόγαμβρος: ὁ, ὁ μέλλων νὰ γείνῃ γαμβρός, «μελλόγαμβρος· μελλονυμφίος» Ἡσύχ.