Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Full diacritics: μηνιάζω | Medium diacritics: μηνιάζω | Low diacritics: μηνιάζω | Capitals: ΜΗΝΙΑΖΩ |
Transliteration A: mēniázō | Transliteration B: mēniazō | Transliteration C: miniazo | Beta Code: mhnia/zw |
A = μηνιάω, Et.Gud.d. s.v. ἐνεκότουν.
(I)
μηνιάζω (Μ)
βλ. μηναιάζω.———————— (II)
μηνιάζω (Α)
μηνιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιῶ, κατά τα ρήματα σε -άζω (πρβλ. χολιῶ: χολιάζω, δειλιῶ: δειλιάζω].