μητροκοίτης

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκοίτης Medium diacritics: μητροκοίτης Low diacritics: μητροκοίτης Capitals: ΜΗΤΡΟΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: mētrokoítēs Transliteration B: mētrokoitēs Transliteration C: mitrokoitis Beta Code: mhtrokoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A incestuous person, Hippon. 14.

Greek Monolingual

μητροκοίτης, ὁ (Α)
αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμο-κοίτης, δρυο-κοίτης].