ὀρθραγορίσκος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
A = ὀρθαγ-, Pers.Stoic.1.102.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, = ὀρθαγορίσκος, alte f. L. bei Plin. H. N. 32, 3, ein Fisch.