ὀρθαγορίσκος

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθᾰγορίσκος Medium diacritics: ὀρθαγορίσκος Low diacritics: ορθαγορίσκος Capitals: ΟΡΘΑΓΟΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: orthagorískos Transliteration B: orthagoriskos Transliteration C: orthagoriskos Beta Code: o)rqagori/skos

English (LSJ)

ὁ,
A sucking-pig, Lacon. word, Ath.4.139b, 140b, Hsch.; cf. ὀρθραγορίσκος.
2 name of a fish, Apion ap.Plin.HN 32.19.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, Schweinchen, Ferkelchen, lacedämon., γαλαθηνοί, Ath. IV, 139 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθᾰγορίσκος: ὁ, γαλαθηνὸν χοιρίδιον, Λακων. λέξ., Ἀθήν. 139Β, 140Β, «χοιρίδιον μικρὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α ὀρθαγορίσκος)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο
αρχ.
1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. του τυράννου της Σικυώνας Ορθαγόρα (< ορθός) με σκωπτικό, ειρωνικό υπαινιγμό γι' αυτόν (για ανάλογες σκωπτικές χρήσεις του ίδιου ον. βλ. λ. Ορθαγόρας). Η σημ. της λ. «χοιρίδιο που θηλάζει», εξάλλου, επιτρέπει τη σύνδεσή της με το επίθ. ορθός, αναφορικά προς τις οξείες κραυγές του νεογέννητου ζώου (πρβλ. όρθιος «οξύς, υψηλός ως προς τον τόνο»). Η σύνδεση αυτή με το επίθ. ὀρθός (< Fορθός) ενισχύεται και από τη γλώσσα του Ησύχ. βορθαγορίσκια
χοίρεια κρέα, και μικροὶ χοῖροι βορθαγορίσκοι, όπου φαίνεται η ύπαρξη -F- στη λ. ὀρθαγορίσκος. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, μάλλον παρετυμολογική, η λ. ὀρθαγορίσκος έχει προέλθει με ανομοιωτική αποβολή του -ρ- από αρχικό τ. ὀρθραγορίσκος < ὄρθρος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: sucking-pig (Ath., H.), also as fishname (Plin.; because of the grunting sound, Strömberg Fischn. 69); besides βορθαγορίσκια χοίρεα κρέα. καὶ μικροὶ χοῖροι βορθαγορίσκοι (-θάκεοι cod.). Λάκωνες H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Acc. to several informants ap. Ath. 4, 140b for *ὀρθραγορίσκος, "ἐπεὶ πρὸς τὸν ὄρθρον πιπράσκονται" (litterally who has its market in the early morning), a qualification, which Bechtel Dial. 2, 328 rightly finds remarkable, but considers as undoubtable; the name would be a word of plaisantry. After Pisani Paideia 13, 143 however by the Lacedaemonians created with unfriendly reference to Όρθαγόρας, the first tyrant in Sicyon; from there folketymolog. ὀρθρ-. Can be sonsidered.

Frisk Etymology German

ὀρθαγορίσκος: {orthagorískos}
Grammar: m.
Meaning: Spanferkel (Ath., H.), auch als Fischname (Plin.; wegen des grunzenden Lautes, Strömberg Fischn. 69); daneben βορθαγορίσκια· χοίρεα κρέα. καὶ μικροὶ χοῖροι βορθαγορίσκοι (-θάκεοι cod.). Λάκωνες H.
Etymology : Nach mehreren Gewährsmännern bei Ath. 4, 140b für *ὀρθραγορίσκος, "ἐπεὶ πρὸς τὸν ὄρθρον πιπράσκονται" (wörtlich der seinen Markt in der Frühe hat), eine Benennung, die Bechtel Dial. 2, 328 mit Recht auffallend findet, jedoch als unbezweifelbar betrachtet; der Name sei ein Scherzwort. Nach Pisani Paideia 13, 143 dagegen von den Lakedaimoniern mit boshafter Anspielung auf Ὀρθαγόρας, den ersten Tyrannen in Sikyon, geschaffen; daraus volksetymologisch ὀρθρ-. Erwägenswert.
Page 2,415

Translations

suckling pig

Arabic: ⁧خنزير الرضاعة⁩; Aragonese: latón; Bavarian: Spofackl; Chinese Cantonese: 燒乳豬/烧乳猪; Mandarin: 燒乳豬/烧乳猪; Czech: podsvinče; Dutch: speenvarken; Esperanto: suĉporkido; Finnish: maitoporsas; French: cochon de lait; Galician: bacoriño, bácoro, bácaro, leitón; German: Spanferkel, Milchferkel; Greek: γουρουνάκι, γουρουνάκι γάλακτος, γουρουνόπουλο γάλακτος, χοιρίδιο γάλακτος, γουρουνόπουλο; Ancient Greek: δελφάκιον, δελφακίς, ὀρθαγορίσκος, συΐδιον, χοῖρος γαλαθηνός; Hungarian: szopósmalac; Irish: banbh balláin; Italian: lattonzolo, porchetta; Korean: 애저; Portuguese: leitão; Rhine Franconian: Schbanfärgl; Romanian: purcel de lapte; Russian: молочный поросёнок; Slovene: odojek; Spanish: lechón, cochinillo; Swedish: spädgris; Tagalog: kulig, biik, litson; Thai: หมูหัน; Vietnamese: lợn sữa, heo sữa