tabularius
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Latin > English (Lewis & Short)
tăbŭlārĭus: a, um, adj. tabula, II. A.,
I of or belonging to written documents; used only substt.
I tăbŭlārĭus, ii, m., a keeper of archives, a registrar, a public notary, scrivener, etc., Sen. Ep. 88, 9; Dig. 11, 1, 6 fin.; 50, 4, 18; 50, 13, 1 med.; 43, 5, 3; Inscr. Orell. 2348; 2962; 3246 sq. al.—
II tăbŭlārĭa, ae, f.
A A place where records were kept, a record-office (for the more usual tabularium), Claud. Aug. ap. Non. 208, 29.—
B The office of a registrar or public notary, Cod. Just. 7, 9, 3.—
III tăbŭlārĭum, ii, n., archives, Cic. N. D. 3, 30, 74; id. Rab. Perd. 3, 8; id. Arch. 4, 8; Liv. 43, 16; Verg. G. 2, 502; Ov. M. 15, 810; Tac. Or. 39; Dig. 32, 1, 90; Inscr. Orell. 155; 3207 al.
tăbŭlārĭus: ii, v. 1. tabularius, I.
Latin > French (Gaffiot 2016)
tăbŭlārĭus,¹⁶ ĭī, m., teneur de livres [de comptes], caissier : Sen. Ep. 88, 10 ; Ulp. Dig. 11, 6, 7, 4 || sorte de notaire : Cod. Just. 1, 55, 9, 1 || caissier public : Cod. Just. 10, 1, 2.
Latin > German (Georges)
tabulārius, a, um (tabula), zu schriftlichen Urkunden gehörig, subst.: 1) tabulārius, iī, m., a) ein öffentlich zur Anfertigung von Urkunden befugter Schreiber, der Notar, Cod. Iust. 1, 55, 9. § 1 u.a.: tabularii publici, Capit. Anton. phil. 9, 8. – b) der Rechnungsbeamte, Rechnungsführer, Kassenrendant, Sen. ep. 88, 10. Ulp. dig. 11, 6, 7. § 4 u.a.: tab. praesidialis officii (der Statthalterei), Amm. 28, 1, 5: tab. thensaurorum, Corp. inscr. Lat. 6, 325. – insbes. beim Steuerwesen, Steuereinnehmer, Cod. Iust. 10, 1, 2 u.a. Corp. inscr. Lat. 6, 1785. – II) tabulāria, ae, f., a) (sc. aedes) = das Archiv, Claud. Quadrig. fr. b. Non. 208, 27. – b) (sc. res) = die Archivsachen, Registratur, tabulariam administrare, Cod. Iust. 7, 9, 3. – III) tabulārium, iī, n. (sc. aedificium), a) das Archiv, Cic. u.a.; vgl. Jordan Topographie Roms 1, 2. S. 135 ff. Blümner Römische Privataltertümer S. 65. – b) übh. ein Aufbau von Brettern, heteroklit. tabularium pensilem, Corp. inscr. Lat. 13, 6746.
Wikipedia EL
Ο ταβουλλάριος ή ταβελλίων ήταν βυζαντινός αξιωματούχος αντίστοιχος του σημερινού συμβολαιογράφου. Οι Ταβουλλάριοι ήταν απαραίτητοι όταν κάποιος ήθελε να κάνει συμβόλαιο αγοράς ή προίκας ή διαθήκες να επικυρώνει έγγραφα κ.α..
Ήταν υποχρεωμένος να γράφει ο ίδιος χειρόγραφα το συμβόλαιο για να είναι έγκυρο αλλά για βοήθεια είχε στην υπηρεσία του κι έναν γραφέα. Στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 10ο αιώνα αναφέρονται 24 Ταβουλλάριοι που αποτελούσαν συντεχνία χωρίς δυνατότητα αύξησης του αριθμού τους, ήταν κλειστό επάγγελμα και για να γίνει κάποιος μέλος ήταν δύσκολο, πάλι η αμοιβή τους ήταν καθορισμένη από έπαρχο της πόλης που ήταν διοικητικά ανώτερός τους. Η συντεχνία τους είχε έναν πρόεδρο, αρχηγό, που λεγόταν Πριμμικήριος, η θέση των Ταβουλλάριων δεν ήταν κληρονομική, δεν επιτρεπόταν να εκλέξουν νέο μέλος που ήταν συγγενείς κάποιου από αυτούς, κι είχαν ιεραρχία ανάλογα της παλαιότητας στο επάγγελμα.
Για να γίνει κάποιος Ταβουλλάριος έπρεπε να ξεκινήσει από μικρή ηλικία, να είναι μορφωμένος και νομομαθής, συνήθως σε ιδιωτικά σχολεία γιατί δεν υπήρχαν δημόσια, και ελεγχόταν από το κράτος για τις γνώσεις του και αν είχε πληρώσει τα δίδακτρα. Επί Μακεδονικής δυναστείας αναφέρεται σχολή Ταβουλλάριων η οποία καταργήθηκε το 1045.
Ο κάθε ταβουλλάριος είχε διαφορετική περιοχή δικαιοδοσίας στην πόλη και μόνο σε αυτή μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντα του χωρίς να είναι απόλυτα δεσμευτικό αυτό. Αν ένας Ταβουλλάριος έπεφτε συχνά σε παραπτώματα τιμωρούνταν από τον έπαρχο της πόλης με βαρύτερη τιμωρία την εκδίωξη του από την συντεχνία χωρίς να μπορεί να ασκήσει ποτέ ξανά το επάγγελμα. Από τον 12ο αιώνα Ταβουλλάριοι γίνονταν και κληρικοί, ενώ ο τίτλος αναφέρεται και μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τον 15ο αιώνα.