Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
Geheul, s. Heulen, das.
Finnish: ulvonta; German: Geheul; Greek: σκούξιμο, ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτισμα; Ancient Greek: γόος, ἰυγή, κλαγγή, ὑλακή, ὠρυγή, ὠρυγμός, ὠρυδόν, ὠρυθμός, ὠρυκτής, ὤρυμα, ὠρυτός; Italian: uggiolio; Japanese: ハウリング; Russian: вой, завывание; Spanish: aullido; Swedish: ylande