ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Geheul, s. Heulen, das.
Finnish: ulvonta; German: Geheul; Greek: σκούξιμο, ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτισμα; Ancient Greek: γόος, ἰυγή, κλαγγή, ὑλακή, ὠρυγή, ὠρυγμός, ὠρυδόν, ὠρυθμός, ὠρυκτής, ὤρυμα, ὠρυτός; Italian: uggiolio; Japanese: ハウリング; Russian: вой, завывание; Spanish: aullido; Swedish: ylande