Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄνεῳ

From LSJ
Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek (Liddell-Scott)

ἄνεῳ: ἢ ἄνεω, Ἐπίρρ. (α στερητ., αύω, κραυγάζω), ἄνευ κραυγῆς, ἄνεῳ ἤχου τινός, ἐν σιωπῇ· δὴν δ’ ἄνεῳ ἦσαν Ἰλ. Ι. 30, 695· τίπτ’ ἄνεῳ ἐγένεσθε Β. 323· οἱ δ’ ... ἄνεῴ τε γένοντο Γ. 84, Ὀδ. Η. 144. Κ. 71· ἅπαντες ἦσθ’ ἄνεῳ Β. 240. - Ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις συντάσσεται μὲ πληθ. ῥῆμα καὶ συνήθως γράφεται ἄνεῳ (ὡς εἰ ἦτο ὀνομαστ. πληθ. τοῦ ἄνεως = ἀναυος). Ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ψ. 93 (ἡ δ’ ἄνεω δὴν ἧστο) εἶναι ἑνικὸν καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποτεθῇ ὡς κείμενον ἀντὶ τοῦ ἄναυος. Διὰ ταῦτα ἴσως εἶναι ὀρθότερον ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχῳ νὰ γράφωμεν ἀπανταχοῦ ἄνεω, ὡς ἐπίρρ. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ., Spitzn. Ἰλ. Β. 323.

French (Bailly abrégé)

v. ἄνεως.

English (Autenrieth)

nom. pl.: speechless, silent, ἐγένοντο, ἦσαν, etc.; adv., ἄνεω, ἣ δ' ἄνεω δὴν ἧστο, Od. 23.93.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [suele ir c. verb. en plu., salvo Od.23.93 escrito ἄνεω]
adv. en silencio τίπτ' ἄνεῳ ἐγένεσθε ...; Il.2.323, cf. 3.84, Od.7.144, 10.71, ἄνεῳ ἦσαν Il.9.30, 695, ἧσθ' ἄνεῳ Od.2.240, ἡ δ' ἄνεω δὴν ἧστο Od.l.c., sobre su morfología cf. A.D.Adu.144.11, ἄνεῳ· ἄφωνοι, ἐνεοί, καὶ ἐκπλήξει ἥσυχοί Hsch.

• Etimología: Etim. desc. Tal vez de ἀ- protética y νεύω. Es adv. interpretado a veces como adj. plu., de donde la graf. ἄνεῳ, cf. tb. ἄνεως.