ἄνεω
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
Adv. without a sound, in silence, δὴν δ' ἄ. ἦσαν Il.9.30,695; τίπτ' ἄ. ἐγένεσθε; 2.323; οἱ δ' ἄ. ἐγένοντο 3.84, Od.7.144, 10.71; ἅπαντες ἧσθ' ἄ. 2.240.—In all the places cited it is joined with a pl. Verb, and is commonly written ἄνεῳ (as if nom. pl. from ἄνεως).
French (Bailly abrégé)
v. ἄνεως.
Greek Monotonic
ἄνεω: (ἀν-, στερητικό και αὔω, φωνάζω), χωρίς ήχο, στη σιωπή, στην Ομήρ. Οδ. ασφαλώς επίρρ.· σε άλλα χωρία, μπορεί να είναι ονομ. πληθ. ἄνεῳ, από το ἄν-εως = ἄν-ανος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνεω: и ἄνεῳ adv. безмолвно, молча (ἄ. ἐγένοντο и ἄ. ἦσαν Hom.).
Middle Liddell
[α privat.,, αὔω to cry]
without a sound, in silence, in Od. certainly an Adv.; in other places it may be nom. pl. ἄνεωι, from ἄν-εως = ἄν-αυος