διαφράζω

From LSJ
Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφράζω Medium diacritics: διαφράζω Low diacritics: διαφράζω Capitals: ΔΙΑΦΡΑΖΩ
Transliteration A: diaphrázō Transliteration B: diaphrazō Transliteration C: diafrazo Beta Code: diafra/zw

English (LSJ)

only in pf. διαπέφρᾰδε,

   A show plainly ὡς μοι μήτηρ διεπέφραδε Il.18.9; διεπέφραδε κούρῃ Od.6.47, cf. 17.590, A.R. 1.848, Opp.C.4.378, Q.S.3.80.

German (Pape)

[Seite 612] genau zeigen, anzeigen, darlegen, nachweisen; Homer viermal, in der Form διεπέφραδε, aorist. 2: Odyss. 6, 47. 17, 590 Iliad. 18, 9. 20, 340; Apollon. Lex. Hom. p. 58, 34 διεπέφραδεν ἐνετείλατο; vgl. s. v. Φράζω und s. Lehrs Aristarch. p. 93. – Sp. D.; Ap. Rh. 1, 848; Opp. C. 4, 378.

Greek (Liddell-Scott)

διαφράζω: ὁμιλῶ σαφῶς, ἀκριβῶς, ὡς…μοι μήτηρ διεπέφραδε Ἰλ. Σ. 9· διεπέφραδε κούρῃ Ὀδ. Ζ. 47, πρβλ. Ρ. 590· ἴδε ἐπέφραδον.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. 3ᵉ sg. διαπέφραδε;
dire clairement, dire.
Étymologie: διά, φράζω.

English (Autenrieth)

only aor. 2 διεπέφρασε: indicate distinctly, tell fully, give directions, Od. 6.47.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo en aor., gener. aor. 2 red. c. aum. διεπέφραδον, sin aum. διαπέφραδε Eust.118.16, sin red. quizá διέ[φρ]αδες ICr.1.16.7.8 (Lato II/I a.C.), aor. sigm. imperat. διάφρασον Corp.Herm.13.3]
1 tr. mostrar claramente, explicar con detalle διεπέφραδε πάντα Il.20.340, Od.17.590, c. dat. τόνδε πολισσοῦχον διεπέφραδε Βοιωτοῖσι ... ἱλάεσθαι A.R.2.846, cf. Q.S.3.80, ἁνίκα οἱ κατὰ νύκτα διέ[φρ]αδες εἴ κεν ... ICr.l.c., διάφρασόν μοι τῆς παλιγγενεσίας τὸν τρόπον Corp.Herm.l.c.
2 intr. hablar ὥς ποτέ μοι μήτηρ διεπέφραδε, καί μοι ἔειπε ... Il.18.9, ἐπεὶ διεπέφραδε κούρῃ Od.6.47.