Τὰ πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει → Everything flows and nothing stands still
[Seite 1149] αἱ, nom. plur. von θρίξ, Hom. u. A.
ῶν (αἱ) :pl. de θρίξ.
see θρίξ.
τρίχες: ῶν (ῐ) αἱ pl. к θρίξ.