κεχηνώς
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
Greek (Liddell-Scott)
κεχηνώς: ἴδε ἐν λέξ. χάσκω.
French (Bailly abrégé)
υῖα, ός;
bouche bée.
Étymologie: part. de κέχηνα.
English (Autenrieth)
see χαίνω.
Greek Monolingual
κεχηνώς, -υῑα, -ός (Α)
1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός
α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῡ ρυθμοῡ»)
β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς διανοίας», Ιω. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. του κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα»].