ἐπιπλάζομαι

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλάζομαι Medium diacritics: ἐπιπλάζομαι Low diacritics: επιπλάζομαι Capitals: ΕΠΙΠΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epiplázomai Transliteration B: epiplazomai Transliteration C: epiplazomai Beta Code: e)pipla/zomai

English (LSJ)

fut. -πλάγξομαι: aor. I ἐπεπλάγχθην:—

   A wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.8.14; πόντον ἐπιπλάγξεσθαι A.R.3.1066:—later in Act., Nic.Al.127.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλάζομαι: μέλλ. -πλάγξομαι: ἀόρ. ἐπεπλάγχθην, Παθ. Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι ἐπί τινος, πόντον ἐπιπλαγχθεὶς Ὀδ. Θ. 14· πόντον ἐπιπλάγξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1066. - Τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 127.

English (Autenrieth)

aor. pass. part. -πλαγχθείς: drift over; πόντον, Od. 8.14†.

Greek Monolingual

ἐπιπλάζομαι (Α) πλάζομαι
1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.)
2. ενεργ. ἐπιπλάζω
επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω.