ἔραζε

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

German (Pape)

[Seite 1016] auf die Erde, ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε Od. 22, 85; κατὰ δὲ πτέρα χεῦεν ἔραζε 15, 526; so Hes. O. 419. 471; Aesch. frg. 144; dor. ἔρασδε, Theocr. 7, 146. – Bei Hosch. 2, 66, πολλὰ δ' ἔραζε θαλέεσκε πέτηλα, = auf der Erde.

French (Bailly abrégé)

adv.
à terre avec mouv.
Étymologie: ἔρα, -δε.

English (Autenrieth)

upon the ground, with πίπτω and χέω, χ 2, Il. 12.156.

Greek Monolingual

ἔραζε και δωρ. τ. ἔρασδε (Α)
επίρρ. καταγής, στο έδαφος («νιφάδες δ’ ὣς πῑπτον ἔραζε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρα «γη» + κατάλ. -ζε, δηλωτική της προς τόπον κινήσεως].