τερπικέραυνος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον,
A delighting in thunder, epith. of Zeus, Il.1.419, al., Hes.Op.52.
German (Pape)
[Seite 1094] donnerfroh, der sich an Donner u. Blitz erfreut, Zeus, Hom. oft u. Hes.
Greek (Liddell-Scott)
τερπῐκέραυνος: -ον, ὁ τερπόμενος ἐπὶ τῷ κεραυνῷ, ἐπίθετον τοῦ Διὸς, Ἰλ. Α. 419, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la foudre, ou mieux qui lance la foudre.
Étymologie: τέρπω ou τρέπω, κεραυνός.
English (Autenrieth)
delighting in thunder, epith. of Zeus.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερπι- του τέρπω + κεραυνός (για τη μορφή του α΄ συνθετικού βλ. λ. τέρπω)].