πηγή

From LSJ
Revision as of 17:45, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγή Medium diacritics: πηγή Low diacritics: πηγή Capitals: ΠΗΓΗ
Transliteration A: pēgḗ Transliteration B: pēgē Transliteration C: pigi Beta Code: phgh/

English (LSJ)

Dor. πᾱγά, ἡ,

   A running water, used by Hom. always in pl., streams, πηγαὶ ποταμῶν Il.20.9, cf. Hdt.1.189, A.Pr.89,434(lyr.), Pers.311, E.HF1297, Rh.827 (lyr.); κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι Il.22.147 : sg., καλλιρρόου ἔψαυσα π. A.Pers. 202, cf. 613.    2 metaph., of tears, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, streams... Id.Ag.888, S.Ant.803, Tr.852 (lyr.): abs., παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς A.Pr.402 (lyr.), cf. E.Alc.1068, etc. ; also πηγαὶ γάλακτος, βοτρύων, S.El.895, E.Cyc.496 (lyr.); πόντου πηγαῖς with sea-water, Id.IT1039 ; πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ, of mother's milk, Pl.Mx.237e; π. μαστῶν Inscr.Cos 218.8.    II fount, source, τοῦ Νείλου Hdt.2.28, 4.53 (pl.), OGI168.9 (Syene, ii B. C.), Str.17.1.52 (pl.); πηγαὶ ἡλίου the fount of light, i. e. the South, A.Pr.809 ; πηγαὶ νυκτός the North, S.Fr.956 ; παγὰ ἐπέων Pi.P.4.299 ; πυρὸς παγαί ib.1.22, cf. A.Pr.110, Pl.Ti.79d ; πηγὴ ἀργύρου, of the silver-mines at Laureion, A.Pers.238 ; τῆς ἀκουούσης π. δι' ὤτων, i.e. the sense of hearing, S.OT1387 ; ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ π. Arist.PA668a15, cf. Plu.2.856e.    2 metaph., source, origin, mostly in sg., κακῶν π. A.Pers.743 ; αἱ τέχναι, ἃς πηγάς φασι τῶν καλῶν εἶναι X.Cyr.7.2.13 ; π. καὶ ἀρχὴ κινήσεως Pl.Phdr.245c; π. ἡδονῶν, τοῦ φρονεῖν, νοσημάτων, etc., Id.Phlb.62d, Lg.808d, Ti.85b, etc. ; ἀρχαὶ καὶ π. τῶν στάσεων Arist.Pol.1301b5, cf. Pl.Lg.690d ; π. τῆς κακοπραγμοσύνης Plb.18.40.3 ; βέβηκα π. εἰς ἐμάς I have returned to the source of my existence, Epigr.Gr.463 (Crommyon), cf. Dam.Pr. 95,al.    3 inner canthus of eye, supposed source of tears, Poll.2.71, Hsch.(both pl.).

German (Pape)

[Seite 608] ἡ, Quell, Quelle, Hom., Hes., Tragg. u. in Prosa überall; τροφῆς, von der Milch, Plat. Menex. 237 c; dah. Alles, woraus Etwas in Menge od. Fülle hervorkommt, ἀργύρου, Aesch. Pers. 236, der auch πυρὸς πηγὴν κλοπαίαν, Prom. 110, πρὸς ἡλίου ναίουσι πηγαῖς, 811 vrbdt; auch νῦν κακῶν ἔοικε πηγὴ πᾶσιν εὑρῆσθαι φίλοις, Pers. 729; also übh. Ursprung, Ursache; so Plat. τοῦτο πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως, Phaedr. 245 c; πηγὴ πάντων τῶν νοσημάτων, Tim. 85 b; ἡδονῶν, Phil. 62 d; τοῦ φρονεῖν, Legg. VII, 808 d, u. öfter; τῶν καλῶν, Xen. Cyr. 7, 2, 13; τῆς κακοπραγμοσύνης, Pol. 18, 23, 3; τὴν ἀρχὴν ἔχει καὶ πηγὴν τῆς βεβαιώσεως ἐξ αἰσθήσεως, S. Emp. adv. log. 2, 356. – Bei den Tragg. oft übertr. von den Thränen, παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς, Aesch. Prom. 401, κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασιν, Ag. 961, wie Soph. Ant. 797 Trach. 849; ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατεῤῥώγασι, Eur. Alc. 1071. – Auch die Augenwinkel, aus denen die Thränen quellen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πηγή: Δωρ. παγά, ἡ, ὕδωρ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τοῦ ῥέοντος ὕδατος τῶν ποταμῶν, τὰ νάματα, τὰ ῥεύματα, πηγαὶ ποταμῶν Ἰλ. Υ. 9, Ὀδ. Ζ. 124· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., ὡς 1. 189, κτλ.· καὶ παρ’ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πρ. 89, 434, Πέρσ. 311, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1297, Ρῆσ. 826, ― οὕτω δὲ διαφέρει τοῦ κρήνη καὶ τοῦ κρουνὸς κρουνὼ δ’ ἵκανον καλλιρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναῒσσουσι Ἰλ. Χ. 147· ― ἐν τῷ ἑνικ., καλλιρρόου ἔψαυσα π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 202, πρβλ. 613. 2) μεταφορ., ἐπὶ δακρύων, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, ῥοαί, ῥεύματα..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 888, Σοφ. Ἀντ. 803· καὶ ἀπολ., παρειὰν νοτίοις ἔτεγξε παγαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 401, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 1068, κτλ.· οὕτω καί, πηγαὶ γάλακτος, βοτρύων Σοφ. Ἠλ. 895, Εὐρ. Κύκλ. 496· πόντου πηγαῖς, μὲ θαλάσσιον ὕδωρ, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1039· τροφῆς πηγαὶ τῷ γενομένῳ, ἐπὶ τοῦ μητρικοῦ γάλακτος, Πλάτ. Μενέξ. 237Ε· παγαὶ πυρὸς Πινδ. Π. 1. 42. ΙΙ. κρήνη, πηγή, πηγαὶ ἡλίου, ἡ πηγὴ τοῦ φωτός, δηλ. ἡ ἀνατολή, Αἰσχύλ. Πρ. 809· οὕτω, πηγαὶ νυκτός, ἡ δύσις, Σοφ. Ἀποσπ. 655· ― ἐν τῷ ἑνικ., παγὰ ἐπέων Πινδ. Π. 4· ἐν τέλ.· πηγὴ πυρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 110, Πλάτ. Τίμ. 79D· πηγὴ ἀργύρου, ἐπὶ τῶν ἀργυρείων μεταλλείων ἐν Λαυρείῳ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 238· παγὰ δακρύων Σοφ. Τρ. 852· τῆς ἀκουούσης π. δι’ ὤτων, δηλ. τῆς αἰσθήσεως τῆς ἀκοῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1387· ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ πηγῆς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 9. 2) μεταφορ., ἡ πηγή, ἀρχή, ἀλλὰ μόνον ἐπὶ μεταφορ. σημασ. καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἑνικ., πηγὴ κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 743· καλῶν Ξεν. Κύρ. 7. 2, 13· πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως Πλάτ. Φαῖδρ. 245C· π. ἡδονῶν, τοῦ φρονεῖν, νοσημάτων, κτλ., Πλάτ., κλ.· ἀρχαὶ καὶ π. τῶν στάσεων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 7· βέβηκα π. εἰς ἐμάς, ἔχω ἐπανέλθει εἰς τὴν πηγὴν τῆς ὑπάρξεώς μου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 463.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 source d’un fleuve;
2 écoulement continu d’un liquide, de larmes (d’où abs. au plur. αἱ πηγαί les larmes elles-mêmes), de lait;
3 source, càd lieu d’où naît qch, qui produit qch : πηγαὶ ἡλίου ESCHL la source du soleil, càd l’Orient ; πηγὴ ἀργύρου ESCHL source d’argent en parl. des mines du Laurion ; τῆς πηγῆς ἀκουούσης SOPH du sens de l’ouïe, litt. de la source de l’audition;
4 fig. source, principe, origine (de biens, de maux, etc.).
Étymologie: R. Παγ, ficher, v. πήγνυμι ; litt. « ce qui perce le sol à la façon d’un pieu qu’on fiche » ; cf. κρήνη.

English (Autenrieth)

only pl., sources.

English (Strong)

probably from πήγνυμι (through the idea of gushing plumply); a fount (literally or figuratively), i.e. source or supply (of water, blood, enjoyment) (not necessarily the original spring): fountain, well.