ὄνθος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ὁ,
A dung of animals, Il.23.775,777, A.Fr.275, Antig.Mir.140 : later also fem., like κόπρος, Apollod.2.5.5.
German (Pape)
[Seite 347] ὁ, Koth, Mist von Thieren, βοῶν, Il. 23, 775. 777; bei Suid. auch ἡ ὄνθος, nach ἡ κόπρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνθος: ὁ, ἡ κόπρος τῶν ζῴων, Ἰλ. Ψ. 775, 777, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 270· ― παρὰ μεταγεν. καὶ θηλ., ὡς τὸ κόπρος, Ἀπολλόδ. 2. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
excrément des animaux, fiente, fumier.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê substrat.
English (Autenrieth)
dung. (Ψ)
Greek Monotonic
ὄνθος: ὁ, κοπριά ζώων, σε Ομήρ. Ιλ.