ὑποδάμνημι

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

German (Pape)

[Seite 1213] (s. δάμνημι), = Vorigem, pass. ὑποδάμναμαι, überwältigt werden, sich überwältigen lassen, Od. 3, 24. 16, 95.

French (Bailly abrégé)

dompter, soumettre.
Étymologie: ὑπό, δάμνημι.

English (Autenrieth)

only mid., ὑποδάμνασαι, thou subjectest thyself, Od. 3.214 and Od. 16.95.

Greek Monolingual

και αιολ. υποδάμναμι, Α
1. μέσ. ὑποδάμναμαι
υποτάσσω, κυριεύωἔρως φρένας ὑποδάμναται», Θεόκρ.)
2. παθ. α) υποτάσσομαι, καταβάλλομαι
β) (για γυναίκα) υποκύπτω, παραδίνομαι σε άντρα
γ) (για άντρα) δαμάζομαι, κυριεύομαι από τον έρωτα
3. φρ. «ἀλλήλοις ὑποδεδμῆσθαι» — είναι παντρεμένοι (Ευστ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάμνημι / δάμνημαι «δαμάζω»].