πεπιθεῖν
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
πεπι-θοῦσα, πεπί-θοιμεν, πεπί-θοιεν, πεπι-θήσω, πέπι-θμεν,
A v. πείθω.
German (Pape)
[Seite 560] aor. II. zu πείθω.
Greek (Liddell-Scott)
πεπῐθεῖν: -θοῦσα, -θοιμεν, -θοιεν, -θήσω, -θμεν, ἴδε ἐν λ. πείθω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de πείθω.
English (Autenrieth)
see πείθω.
Greek Monotonic
πεπῐθεῖν: Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του πείθω· πεπίθοιμεν, -οῖεν, ευκτ. αʹ και γʹ πληθ.· πεπίθωμεν, υποτ. αʹ πληθ.