σταφύλη

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, das Senkblei in der Bleiwage der Zimmerleute (weil es an der Schnur wie die Traube on ihrem dünnen Stiele hängt, σταφυλή), auch die Bleiwage selbst; ἵππους σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐΐσας, Il. 2, 765, Rosse über den Rücken hin so gleich, als wären sie mit der Bleiwage gemessen.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fil à plomb ; niveau ; ἵπποι σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον IL cavales dont le dos est de niveau, comme un fil à plomb.
Étymologie: R. Σταφ, fouler aux pieds, par développ. de la R. Στα, se tenir debout ; cf. ἵστημι.

English (Autenrieth)

plummet; σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐῖσαι, matched to a hair in height (plumb-equal), Il. 2.765†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το μετάλλινο βαρίδι της στάθμης τών ξυλουργών και τών κτιστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. κανθύλη, κοτύλη)].