περιδύω

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδύω Medium diacritics: περιδύω Low diacritics: περιδύω Capitals: ΠΕΡΙΔΥΩ
Transliteration A: peridýō Transliteration B: peridyō Transliteration C: peridyo Beta Code: peridu/w

English (LSJ)

   A strip off, ἐπεὶ περίδῡσε χιτῶνας Il.11.100 ; τῶν αὐλητρίδων τὰἱμάτια περιέδυεν Ath.13.607f.    2 c.acc.pers., strip, εἰ μὴ ἔφθησαν περιδύσαντες αὐτόν Antipho 2.2.5 ; π. τὰ νεκρά App.BC5.68, etc. : metaph., deprive of authority, J.AJ13.15.3.    3 c. acc. pers. et rei, strip one of a thing, αὐτὰ [ποιήματα] περιδύσας τὸ μέτρον Epich.[254] (dub.); τὰ λοιπὰ π. τινάς App.BC5.67 ; ἑαυτὸν τὴν ἐσθῆτα J.AJ6.11.5.    b c.acc. et gen., π. τὸν ναὸν τῶν ἀναθημάτων ib.9.12.3.

German (Pape)

[Seite 573] (s. δύω), ringsum ausziehen; ἐπεὶ περίδυσε χιτῶνας, Il. 11, 100; περιδύσαντες αὐτόν, Antiph. 2 β 5; Ath. XIII, 607 f; περιδῦσαι, Hyperid. bei Poll. 7, 44. – Med. und intr. tempp. sich ausziehen, Epicharm. bei D. L. 3, 17, D. Hal. u. a. Sp. – Die VLL. erkl. noch περιδύεται durch εἰσδύεται, κρύπτεται.

Greek (Liddell-Scott)

περιδύω: ἀπεκδύω, (πρβλ. περιαιρέω), ἐπεὶ περίδυσε χιτῶνας, «ἐπειδή, φησί, τοῦς ἐν τοῖς στήθεσιν αὐτῶν χιτῶνας ἀφείλετο» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 100· τῶν αὐλητρίδων τὰ ἱμάτια περιέδυεν Ἀθήν. 607F. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., γυμνώνω, εἰ μή ἔφθησαν περιδύσαντες αὐτὸν Ἀντιφῶν 117. 3· π. τὰ νεκρὰ Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 68, κτλ. 3) μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ πράγμ., ἀφαιρῶ τι παρά τινος, χρήματα π. τινα αὐτόθι 5. 67· τὰ ἐμὰ [ποιήματα] περιδύσας τό μέτρον Ἐπίχ. 98 Ahr.

French (Bailly abrégé)

ao. περιέδυσα;
ôter tout autour : χιτῶνας IL ôter des tuniques.
Étymologie: περί, δύω.

English (Autenrieth)

only aor. 1 περίδῦσε, stripped off, Il. 11.100†.

Greek Monolingual

Α
περιεκδύω, αφαιρώ, γυμνώνω («τῶν αὐλητρίδων τὰ ἱμάτια περιέδυεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δύω «αφανίζω, παρακμάζω» και «ενδύομαι, περιβάλλομαι»].