φαγεῖν
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
inf. of ἔφαγον, with no pres. in use (exc. in late Gr.,
A φαγεῖ Anon. in EN448.16; φαγέοις in edd. of Ps.-Phoc.157 is v. dub.), used as aor. 2 of ἐσθίω; later 1pl. ἐφάγαμεν LXX 2 Ki. 19.42 cod.B, 3pl. ἐφάγοσαν ib.Ge.18.8: later fut. is φάγομαι, ib.Si.36.23, Ev.Luc.14.15; 2sg. φάγεσαι LXX Ru.2.14, Ev.Luc.17.8; φάγῃ LXX Ge.3.14; also φαγοῦμαι ib. 2(v.l.); fut. φαγήσω is v. dub. in Lib.Or. 53.29:—eat, devour, both of men and beasts, freq. in Hom.; ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Od.18.3, cf. 15.378, Pl.Lg.831e; reversely, πιόντα ἢ φαγόντα Id.Prt.314a, cf. Phd.81b, E.Cyc.336 (dub. l.): mostly c. acc., Il.21.127, 24.411, etc.: c. gen., eat of a thing, Od.9.102, 15.373; ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; A.Supp.226; ἀπό τινος LXX Ge.2.16. II eat up, devour, squander, Od.2.76, 4.33. (Cf. παματοφαγέω and Skt. bhájati 'apportion, (Med.) enjoy'.)
German (Pape)
[Seite 1249] inf. aor. II. zu ἐσθίω; – dazu giebt es auch ein späteres hellenistisches fut. φάγομαι, nach ἔδομαι gebildet, das auch als praes. gebraucht wurde, LXX.; vgl. Lob. Phryn. p. 327. Aber ein praes. φάγω kommt nicht vor.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰγεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἔφαγον, ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει· κεῖται δὲ ὡς ἀόρ. βϳ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ τῆς √ΦΑΓ παράγονται καὶ τὰ φαγᾶς, φαγός, ἢ φάγος, κλπ.· πρβλ. Σανσκρ. bhaǵ, bhaǵ-âmi (sortiri), bhak-sh (comedere), Ζενδ. baz (disputiri), bagh-as (sors)· ― πρβλ. παρομοίαν σχέσιν σημασιῶν ἐν ταῖς λέξ. δαίω, δαίς). Φαγεῖν, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν παρ’ Ὁμ. συχν.· ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Ὀδ. Σ. 3, πρβλ. Ο. 378· πλεῖστα φαγεῖν τε καὶ πιεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 78, πρβλ. Πλάτ. Νόμ, 831Ε· ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, πιόντα καὶ φαγόντα ὁ αὐτ. ἐν Πρωταγ. 314Α, πρβλ. Φαίδωνα 81Β, Εὐριπ. Κύκλ. 336 ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συντάσσεται μετ’ αἰτ., Ἰλ. Φ. 127, Ω. 411 καὶ Ἀττ.· μετὰ γεν., φαγεῖν μέρος ἔκ τινος πράγματος, Ὀδ. Ι. 102, Ο. 373, Αἰσχύλ. Ἱκ. 226· ἀπό τινος Ἑβδ. (Γεν. Βϳ, 16). ΙΙ. καταβιβρώσκω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω, καταδαπανῶ, Ὀδ. Β. 76. Δ. 33· ― ὑπάρχει καὶ μεταγεν. Ἑλληνιστικὸς τύπος φάγομαι, Ἑβδ. (Ροὺθ Βϳ, 14), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδϳ, 15· βϳ ἑνικ. φάγεσαι, αὐτόθι ιζϳ, 8· κεῖται δὲ ἀντὶ ἐνεστ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛϚϳ, 23)· καὶ φαγοῦμαι παρὰ τοῖς αὐτ. (Γέν. Γϳ, 2)· ― ὑπάρχει καὶ ἐνεργ. ἐνεστ. εὐκτ. φαγέοις παρὰ τῷ Ψευδοφωκυλ. 157 (ἀλλ’ ὁ Bgk. διάγοις), μέλλ. φαγήσω, Λιβάν. 3. 124.
French (Bailly abrégé)
English (Slater)
φᾰγεῑν defect. aor.,
1 have eaten κρεῶν σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον (O. 1.51)