τῶ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
French (Bailly abrégé)
dor. p. τοῦ, gén. masc. et neutre de l’art. ὁ, ἡ, τό.
English (Autenrieth)
English (Slater)
(codd. τῷ; cf. Bacch., 17. 39.)
1 therefore τῶ σε μὴ λαθέτω (P. 5.23) τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (Hartung: τῷ codd., quod receperunt alii, “Cleandro” vel “ideo” interpretantes) (I. 8.5) ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (Schr.: τῷ cod.) (I. 8.66)
English (Slater)
(codd. τῷ; cf. Bacch., 17. 39.)
1 therefore τῶ σε μὴ λαθέτω (P. 5.23) τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (Hartung: τῷ codd., quod receperunt alii, “Cleandro” vel “ideo” interpretantes) (I. 8.5) ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (Schr.: τῷ cod.) (I. 8.66)