σύνδετος
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον,
A bound hand and foot, S.Aj.65, 296. 2 united with, αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Plt.279e; τὰ σ. compounds, concrete things, Procl.Inst.157. 3 well knit together, Arist.Phgn. 807b15. II Subst. σύνδετον, τό, band, E.Ion 1390.
German (Pape)
[Seite 1006] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδετος: -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος ὁμοῦ, συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων ὁμοῦ ταύρους, κύνας βοτῆρας αὐτόθι 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, δεσμός, Εὐρ. Ἴων 1390.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les pieds et les mains liés.
Étymologie: συνδέω.