σπάργανον

From LSJ
Revision as of 13:06, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάργᾰνον Medium diacritics: σπάργανον Low diacritics: σπάργανον Capitals: ΣΠΑΡΓΑΝΟΝ
Transliteration A: spárganon Transliteration B: sparganon Transliteration C: sparganon Beta Code: spa/rganon

English (LSJ)

τό, (σπάργω)

   A band for swathing infants, ib.151,306, Pi.N.1.38: mostly in pl., swaddling-clothes, h.Merc.237, Pi.P.4.114; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις A.Ch.755, cf. 529,759, Ag. 1606; εἰς σπάργανά μ' αὐτὸς ἔθηκεν Epigr.Gr.314.6 (Smyrna, iii A.D.); ἐκ πρώτων σ. ab incunabulis, S.E.M.1.41; τὰ τῆς γεννήσεως εὐτελῆ σ. a mean origin, Hdn.7.1.2:—hence,    2 in Trag. and Com., objects left with an exposed child, the marks by which a person's true birth and family are identified (Lat. crepundia, monumenta), S.OT1035, Men.Pk.15, Donat. ad Ter.Eun.753; so prob. τούτου (sc. τοῦ Τηλέφου) δὸς . . μοι τὰ σ. Ar.Ach.431.    II a plant,= ὠκιμοειδές, f.l. for σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.28.

German (Pape)

[Seite 917] τό, Windel, für kleine Kinder; H. h. Merc. 151. 237; Pind. N. 1, 38 P. 4, 114; συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις, Aesch. Ag. 1588, vgl. Ch. 522; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, 744; Soph. O. R. 1035, ebenfalls im plur., wie Eur. immer; ἀπὸ νηπιότητος καὶ ἐκ πρώτων σπαργάνων, S. Emp. adv. math. 41; bei Ar. Ach. 406 = Lumpen.

Greek (Liddell-Scott)

σπάργανον: τό, (σπάργω) ταινία μακρὰ καὶ πλατεῖα ἐν ᾖ περιτυλίσσονται τὰ νήπια, «φασκιά», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 151, 306, Πινδ. Ν. 1. 58· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ σπάργανα, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, Πινδ. Π. 4. 202· παῖς ἔτ’ ὢν ἐν σπαργάνοις Αἰσχύλ. Χο. 755, πρβλ. 529, 759, Ἀγ. 1606· εἰς σπάργανά μ’ αὐτὸς ἔθηκεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 314. 6· ἐκ πρώτων σπ., ab incunaburis, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41· τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπ., καταγωγὴ ταπεινή, Ἡρῳδιαν. 7. 1· - ἐντεῦθεν, 2) παρὰ τοῖς Τραγικ., πᾶν ὅ,τι ἀναμιμνήσκει τινὰ τὴν παιδικήν του ἡλικίαν, τὰ σημεῖα ἐξ ὧν φαίνεται καὶ ἐξακριβοῦται ἡ καταγωγή τινος καὶ οἰκογένεια, Λατ. monumenta, crepundia, πρβλ. Brunck εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1035, Donat. Terent Eun. 4. 6, 15· ἴσως τῆς χρήσεως ταύτης γίνεται ὑπαινιγμὸς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 431, τούτου (ἐξυπακ. τοῦ Τηλέφου) δὸς ... μοι τὰ σπ. ΙΙ. φυτόν τι, = ὠκιμοειδές, ἴδε Διοσκ. 4. 28.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lange pour les enfants.
Étymologie: DELG apparenté à σπεῖρα, σπάρτον.