νάκος
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό,
A fleece, ν. κριοῦ Pi.P.4.68, Hdt.2.42, cf. Simon.21, Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene), Theoc.5.2, SIG560.41 (Epidamnus, found at Magnesia, iii B.C.), Luc.Am.34.
German (Pape)
[Seite 228] τό, = νάκη; τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 58; Her. 2, 42 u. Sp., wie Theocr. 5, 2; Luc. amor. 34 Dea Syria 55.
Greek (Liddell-Scott)
νάκος: [ᾰ], τό, δέρας, κῶας, κῴδιον, δορά, Λατ. vellus, κριοῦ ν. Ἡρόδ. 2. 42, Πινδ. Π. 4. 121, Σιμωνίδ. 29, Θεόκρ. 5. 2, κτλ. - (Πρβλ. νάκη, Λατιν. nacae, χειροτέχνημα ἐξ ἐρίου, nacca = fullo, Fest).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
toison, fourrure.
Étymologie: DELG rien de sûr.