καλλίπωλος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ον,
A with beautiful steeds, Pi.O.14.1.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπωλος: -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.