ἀμφίαλος
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ον, = foreg., freq. of Ithaca in Od., as 1.386,395; of Lemnos, S.Ph.146; with ref. to Corinth,
A of two seas, ἀ. Ποτειδᾶνος τεθμοί, of Isthmian games, Pi.O.13.40. 2 living amid seas, ζῷον Plu.2.667e. 3 ἡ ἀ. (sc. ὁδός) dub. l. in X.HG4.2.13.
German (Pape)
[Seite 136] Hom. fünfmal, Versansg Od. 21, 252 ἐν αὐτῇ
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίᾰλος: -ον, (ἃλς) ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, σύνηθες ἐπίθ. τῆς Ἰθάκης ἐν Ὀδ., ὡς ἐν τῷ Α. 386 καὶ 395· τῆς Λήμνου, Σοφ. Φ. 1464. 2) ἀκολούθως ἐπὶ τῆς Κορίνθου, μεταξὺ δύο θαλασσῶν, τὸ τοῦ Ὁρατίου bimaris Corinthus, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 13· οὕτως ὁ Πίνδ., Ο. 13. 57, λόγον ποιούμενος περὶ τῶν Ἰσθμικῶν ἀγώνων, λέγει: ἐν δ’ ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 entouré par la mer;
2 baigné par la mer de deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, ἅλς¹.