δύσθροος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A ill-sounding, φωνά Pi.P.4.63; βάγματα, αὐδά, γόοι, A.Pers.637 (lyr.), 942 (anap.), 1076 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 681] mißtönend, traurig klingend; φωνή Pind. P. 4, 63; αὐδή, γόοι, Aesch. Pers. 940. 1076.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθροος: -ον, κακῶς ἠχῶν, φωνὰ Πίνδ. Π. 4. 111· βάγματα, αὐδή, γόοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 635, 941, 1076.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
plaintif, lamentable.
Étymologie: δυσ-, θρόος.