Μυρμιδόνες

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek (Liddell-Scott)

Μυρμῐδόνες: οἱ, πολεμικὸς λαὸς τῆς Θεσσαλίας, πρότερον δὲ τῆς Αἰγίνης, ὑπήκοοι τοῦ Πηλέως καὶ Ἀχιλλέως, Ὅμ.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les Myrmidons, peuple de la Phthiotide.

English (Autenrieth)

the Myrmidons, a Thracian tribe in Phthiōtis, the followers of Achilles; their chief centres were Phthia and Hellas, Il. 16.269, Il. 2.684, Il. 1.180, Od. 11.495.

English (Slater)

Μυρμῐδόνες the earliest inhabitants of Aigina, who emigrated with Peleus to Thessaly. (χώρας) Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν Aigina (N. 3.13) εἶδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων (sc. Νεοπτόλεμος, in Phthia in Thessaly) (Pae. 6.107) cf.
   1 Μυρ[ (Pae. 6.143)

Greek Monolingual

οι (Α Μυρμιδόνες)
πολεμικός λαός της αρχαιότητας που κατοικούσε στη Θεσσαλία και προηγουμένως στην Αίγινα και ήταν υπήκοοι του Πηλέως και του Αχιλλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυρμηδών.