ἀγαθοεργός
ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
English (LSJ)
(contr. ἀγαθουργός, Plu.2.1015e, Procl.Inst.122), όν,
A doing good, Jul.Or.4.144d, Dam. Isid.296, Procl. in Alc.p.54C.:—οἱ Ἀ., at Sparta, Commissioners sent on foreign service, Hdt.1.67.
German (Pape)
[Seite 6] ἀγαθουργός. Bei den Spartanern die 5 ältesten zu Gesandtschaften gebrauchten Ritter (Tim. L. Pl. αἱρετοὶ κατ' ἀνδραγαθίαν), über die man Her. 1, 67 vgl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοεργός: συνῃρ. -ουργός, όν, (* ἔργω), ὁ τὸ ἀγαθὸν ἐργαζόμενος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἀγαθοεργία. - οἱ Ἀγαθοεργοί, ἐν Σπάρτῃ, οἱ πέντε γεραίτατοι καὶ ἐπιστημότατοι ἐκ τῶν ἱππέων, οἱ εἰς πρεσβείας ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀποστελλόμενοι, Ἡρόδ. 1, 67· ἴδ. αὐτ. Bähr καὶ Ρουγκ. Τιμ. ἐν λέξ. καὶ Γροτίου Ἑλλ. Ἱστ. τόμ. Β΄, σ. 478, 602.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait de bonnes œuvres, de belles actions ; οἱ Ἀγαθοεργοί nom des cinq vétérans de Sparte les plus renommés, auxquels on confiait certaines missions à l’étranger.
Étymologie: ἀγαθός, ἔργον.
Spanish (DGE)
-όν
1 plu. οἱ ἀ. que tienen en su haber buenas acciones, hombres de prestigio de magistrados espartanos, Hdt.1.67, cf. Hsch.
2 que hace el bien, benéfico οὐσία Iul.Or.11.144d, προθυμία Dam.Isid.24, τὸ ἀ. καὶ ὠφελητικὸν ὅσον ἐστὶν ἐν τοῖς πολιτεύμασιν Dam.Isid.325, v. ἀγαθουργός.
Greek Monotonic
ἀγαθοεργός: συνηρ. ἀγαθουργός, -ὸν (*ἔργω), αυτός που κάνει αγαθές πράξεις· οἱ Ἀγαθοεργοί στη Σπάρτη ήταν οι πέντε γηραιότεροι και οι πλέον επίσημοι από τους ιππείς, οι οποίοι μετείχαν ως αντιπρόσωποι της πολιτείας σε ξένες αποστολές, σε Ηρόδ.