ἀνέγερτος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέγερτος Medium diacritics: ἀνέγερτος Low diacritics: ανέγερτος Capitals: ΑΝΕΓΕΡΤΟΣ
Transliteration A: anégertos Transliteration B: anegertos Transliteration C: anegertos Beta Code: a)ne/gertos

English (LSJ)

ον,

   A not broken by waking, ἀ. ὕπνος Arist.GA779a3, EE1216a3.

German (Pape)

[Seite 219] nicht aufgeweckt, unerwecklich, ὕπνος Arist. Eth. eud. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγερτος: -ον, ἀξύπνητος, καθεύδειν ἀνέγερτον ὕπνον Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 1. 5, 6· οὐθεὶς γὰρ ὕπνος ἀνέγερτος Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 1, 11. - Ἐπίρρ. -τως Ἰουστῖν. Μ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene despertar οὐθεὶς γὰρ ὕπνος ἀνέγερτος pues no hay sueño sin despertar Arist.GA 779a3, cf. EE 1216a3.
2 irreversible, definitivo ἡ ... τῶν μυστηρίων μετάδοσις, ῥῆξίς ἐστιν ἀ. τοῖς καταφρονητικῶς μεταδιδοῦσιν Isid.Pel.Ep.M.78.280A.
II adv. -ως
1 sin levantarse τίς εἶδε ... ἐγειρόμενον ἀνεγέρτως Euther.Confut.M.28.1357C.
2 sin resurrección ἀνεγέρτως μένειν Iust.Phil.Qu.et Resp.M.68.1357C.

Greek Monolingual

ἀνέγερτος, -ον (Α) ανεγείρω
(για ύπνο) αξύπνητος, αυτός που δεν μπορεί να διακοπεί.