αἰγοπρόσωπος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ον,
A goat-faced, Hdt.2.46; stamped with a goat's face, Aët.7.101.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον αἰγός, Ἡρόδ. 2 .46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à figure de chèvre.
Étymologie: αἴξ, πρόσωπον.
Spanish (DGE)
-ον
de rostro de cabra, ἄγαλμα Hdt.2.46, cf. Aët.7.101 (p.356).
Greek Monotonic
αἰγοπρόσωπος: -ον (αἴξ, πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο κατσίκας, σε Ηρόδ.